- Ορίβακχος
- Ὀρίβακχος και Ὀρόβακχος, ὁ (Α)προσωνυμία που αποδόθηκε στον Βάκχο επειδή οι οργιαστικές τελετές γίνονταν στα βουνά.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρι- / ορο- (βλ. λ. όρος [II]) + Βάκχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ὀρίβακχον — Ὀρίβακχος Mountain Bacchus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορόβακχος — ὀρόβακχος, ὁ (Α) [ορόβαξ] 1. φρ. «ὀρόβακχοι σίδης» α) καρπός τής ροδιάς, το ρόδι β) δερμάτινα ασκιά 2. ως κύριο όν. Ὀρόβακχος βλ. Ορίβακχος … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek